- ὑπόδοχον
- ὑπόδοχ-ον, τό,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑποδόχων — ὑπόδοχον receptacle neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδοχάρι — το, Ν ναυτ. μικρό καζανάκι με τρία πόδια μέσα στο οποίο λειώνουν την πίσσα για την επάλειψη τών υφάλων τού σκάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < *υποδοχάρι ον, υποκορ. τού υπόδοχον «δοχείο, δεξαμενή» με σίγηση τού αρκτικού άτονου υ ] … Dictionary of Greek
ποδόχι — το, Ν παράρτημα τού ληνού σε χαμηλότερο ύψος, όπου συγκεντρώνεται ο μούστος που ρέει από το πατητήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὑποδόχι ον, υποκορ. τού ὑπόδοχον «δοχείο, δεξαμενή» με σίγηση τού αρκτικού άτονου υ ] … Dictionary of Greek